- δευτερί
- και δευτεριό, το1. το δεύτερο σκάψιμο τού αμπελιού, δισκάφισμα, δευτέρωμα2. το δεύτερο όργωμα τού χωραφιού3. το δεφτέρι, το σημειωματάριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek